- αυτοματην
- αὐτομάτην(μᾰ) adv. сам собой, по собственному почину, самостоятельно Diod.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Αὐτομάτην — Αὐτομάτη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτην — αὐτόματος acting of one s own will fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καὐτομάτην — αὐτομάτην , αὐτόματος acting of one s own will fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)